φυσιγγιοθήκη

φυσιγγιοθήκη
η см. φυσεκλίκι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φυσιγγιοθήκη" в других словарях:

  • φυσιγγιοθήκη — η, Ν στρ. φορητή θήκη φυσιγγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγιο + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • φυσιγγιοθήκη — η φορητή θήκη για φυσίγγια σε μορφή κουτιού ή ζώνης που είναι εφοδιασμένη με υποδοχές φυσιγγίων, φισεκλίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • περίστροφος — η, ο / περίστροφος, ον ΝΑ [περιστρέφω] περιστροφικός νεοελλ. 1. περιεστραμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το περίστροφο μικρό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο χειρός, κατάλληλο για ατομική προστασία, που τροφοδοτείται από κυλινδρική φυσιγγιοθήκη, γνωστή ως… …   Dictionary of Greek

  • τελαμώνας — ο / τελαμών, ῶνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τελαμών Ν, και ταλαμών Α 1. λουρί συνήθως από δέρμα ή ύφασμα για την ανάρτηση από τον ώμο σπαθιού ή τυμπάνου («ξίφος σὺν κολεῷ τε και ἐντμήτῳ τελαμῶνι», Ομ. Ιλ.) 2. ως κύριο όν. Τελαμών α) γιος τού Αμακού και …   Dictionary of Greek

  • φισεκλίκι — και φυσεκλίκι, το, Ν φυσιγγιοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fisek lik] …   Dictionary of Greek

  • φισεκλίκι — το η φυσιγγιοθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»